- θερμάστιον
- θερμάστιον, τό,=A
θερμαστρίς 1
, Aen.Tact.18.6, IG22.1425.379 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θερμαστρίς 1
, Aen.Tact.18.6, IG22.1425.379 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θερμάστιον — θερμάστιον, τὸ (Α) [θέρμαστις] θερμαστρίδα, μασιά … Dictionary of Greek
θερμαστίου — θερμάστιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαστίῳ — θερμάστιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)